Σε «ξεσκαρτάρισμα» των ανείσπρακτων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο προχωρά το υπουργείο Οικονομικών σε μία προσπάθεια να καταλήξει στο τελικό ποσό που εν τέλει μπορεί να εισπράξει. Σήμερα τα ληξιπρόθεσμα χρέη ξεπερνούν τα 61 δισ. ευρώ, ενώ εισπράξιμα θεωρούνται περίπου τα 15 – 20 δισ. ευρώ.
Η διαδικασία για την καταχώρηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην κατηγορία των ανείσπρακτων θα γίνεται σε δύο φάσεις. Στην 1η φάση θα πραγματοποιείται εξαντλητικός έλεγχος για την ύπαρξη κινητής και ακίνητης περιουσίας υπόχρεου και συνυπόχρεων. Αμέσως μετά θα γίνεται ολοκλήρωση κατασχέσεων για όλα τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία, ενώ θα υπάρχει ενδελεχείς έλεγχος ύποπτων μεταβιβάσεων περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, όπου χρειάζεται θα ασκείται ποινική δίωξη.
Σε 2η φάση οι επιχειρήσεις θα καταχωρούντα στα βιβλία των εφοριών στην κατηγορία των ανεπίδεκτων είσπραξης για 10 χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα χορηγείται φορολογική ενημερότητα στον υπόχρεο και στον συνυπόχρεο για 10 έτη.
Αναφορικά με το θέμα των κατασχέσεων ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων κύριος Χάρης Θεοχάρης μιλώντας στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του Ant1 διευκρίνισε ότι με τη νέα διαδικασία που προβλέπεται στη σχετική υπουργική απόφαση δεν αλλάζουν οι όροι και οι προϋποθέσεις των κατασχέσεων, δηλαδή οι περιπτώσεις ακατάσχετου. Πάντως, σε κάθε περίπτωση οι φορολογούμενοι μπορούν σε συνεννόηση με τη τράπεζα τους, να δηλώνουν τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, οι οποίοι προστατεύονται. Σήμερα για μισθούς και συντάξεις ισχύει ακατάσχετο για ποσά έως 1.000 ευρώ. Για μεγαλύτερα ποσά μπορεί να γίνει κατάσχεση του 25% έως τα 1.000 ευρώ.
Πάντως, σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων θα αποφασίζει για το ποιες ληξιπρόθεσμες οφειλές θα χαρακτηρίζονται εισπράξιμες ή ανεπίδεκτες είσπραξης, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας για την αναγκαστική είσπραξη της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας ή του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών ή του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά περίπτωση.
Κριτήρια και προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό
οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης
Για τον χαρακτηρισμό των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο και συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους ως ανεπίδεκτων είσπραξης πρέπει αποδεδειγμένα να έχουν εξαντληθεί σωρευτικά όλες οι ενέργειες για τον εντοπισμό πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης, χωρίς να έχει επιτευχθεί η πλήρης εξόφληση των οφειλών ήτοι:
α) Να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τον εντοπισμό πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων (κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων ή τυχόν άλλης πηγής εσόδων),
β) Να έχει ολοκληρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση επί των υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων και να έχει εισπραχθεί το προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη,
γ) Να μην υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ. η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη,
δ) Σε περίπτωση που έχει λάβει χώρα κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, να έχει περατωθεί αυτή ή να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της,
ε) Σε περίπτωση εκκαθάρισης επιχείρησης ή περιουσίας λόγω λύσης του φορέα της, υπαγωγής σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας ή για άλλο λόγο, να έχει περατωθεί αυτή,
στ) Να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι ανωτέρω (υπό στοιχεία α έως ε) προβλεπόμενες ενέργειες και ως προς τυχόν πρόσωπα που είναι συνυπόχρεα με τον πρωτοφειλέτη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο,
ζ) Να έχει υποβληθεί εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί ότι συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής της οφειλής από τον οφειλέτη και τα τυχόν συνυπόχρεα με αυτόν πρόσωπα, μετά από έρευνα στα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων, των πράξεων προσδιορισμού αποτελεσμάτων, σε περίπτωση που έχει διενεργηθεί τακτικός φορολογικός έλεγχος και των πιθανών ευρημάτων αυτού καθώς και σε κάθε στοιχείο του φακέλου, όπως δηλώσεις μητρώου, δηλώσεις στοιχείων ακινήτων Ε9, δηλώσεις μισθωμάτων Ε2, ισολογισμούς, έντυπα πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία φυσικών και νομικών προσώπων, όπως αυτά κάθε φορά ισχύουν, από τα οποία μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε πηγή αποπληρωμής του χρέους, εφόσον υφίστανται. Ειδικά για τις οφειλές στα Tελωνεία ο οριζόμενος ελεγκτής θα απευθύνεται στην αρμόδια φορολογική αρχή για τη λήψη των ανωτέρω απαιτούμενων στοιχείων
η) Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, όταν πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α), όπως ισχύει σήμερα, εκτός εάν δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
Οι αρμόδιες για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικές ή τελωνειακές αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες και ιδίως στις ακόλουθες:
α) Διερεύνηση δυνατότητας λήψης όλων των μέτρων (ασφαλιστικών, διοικητικών, αναγκαστικών, δικαστικών) σε βάρος του οφειλέτη και των συνυποχρέων προσώπων,
β) Εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη – ιδίως των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και δηλώσεων στοιχείων ακινήτων μετά από έλεγχο και στο ηλεκτρονικό Περιουσιολόγιο – και λήψη αντιγράφου μερίδας αυτού τουλάχιστον από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία του τόπου κατοικίας, επαγγελματικής δραστηριότητας και του τόπου καταγωγής,
γ) Έλεγχο αν έχουν γίνει μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων οι οποίες υπόκεινται σε διάρρηξη λόγω καταδολίευσης,
δ) Έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών απαιτήσεων (π.χ. ενοικίων, μισθών, συντάξεων, απαιτήσεων στις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα), στοιχείων για μεταφορά εμβασμάτων στο εξωτερικό κ.λπ.,
ε) Σε περίπτωση που έχει λάβει χώρα κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση:
(i) Αναζήτηση και λήψη πιστοποιητικού αρμόδιου πτωχευτικού δικαστηρίου με το οποίο βεβαιώνεται η παύση των εργασιών της πτώχευσης ή η περάτωση αυτής ή
(ii) Πιστοποίηση στην έκθεση ελέγχου της περίπτωσης (ζ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου της καταχώρισης των ανωτέρω πράξεων στη μερίδα του οφειλέτη που τηρείται στο ως άνω δικαστήριο ή της τυχόν αυτοδίκαιης περάτωσης της πτώχευσης, κατόπιν σχετικού ελέγχου από τον αρμόδιο ελεγκτή.
στ) Σε περίπτωση εκκαθάρισης επιχείρησης ή περιουσίας λόγω λύσης του φορέα της, υπαγωγής σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή για άλλο λόγο, αναζήτηση και λήψη από τον εκκαθαριστή βεβαίωσης ότι έχουν περατωθεί οι ενέργειες της εκκαθάρισης.
Ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων
είσπραξης
Ως «ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης» ορίζεται το βιβλίο όπου περιλαμβάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις κείμενες διατάξεις και χαρακτηρίζονται από το αρμόδιο όργανο ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Το βιβλίο αυτό τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή στο δικαστικό τμήμα της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής, με δυνατότητα ανάκτησης και εκτύπωσης των καταχωρισθέντων στοιχείων, και ενημερώνεται κατά περίπτωση από τον αρμόδιο υπάλληλο.
Στο «ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης» περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Ο Α.Φ.Μ. και το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία του υποχρέου και των συνυποχρέων με αυτόν προσώπων.
β) Τα στοιχεία βεβαίωσης της οφειλής,
γ) Το συνολικό ποσό οφειλής που χαρακτηρίζεται ως ανεπίδεκτο είσπραξης ανά ΑΦΜ,
δ) Ο αριθμός και η ημερομηνία της απόφασης του αρμοδίου οργάνου,
ε) Ο αριθμός πρωτοκόλλου και ημερομηνία του εισερχομένου στην υπηρεσία ενημερωτικού εγγράφου,
στ) Ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
Συνέπειες χαρακτηρισμού οφειλών ως ανεπίδεκτων
είσπραξης
Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, επέρχονται οι ακόλουθες έννομες συνέπειες:
α) Αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής,
β) Δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία.
γ) Δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα άλλο προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν πρόκειται για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό.
δ) Δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 2523/1997.
Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα λήψης όλων των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικών ή μη μέτρων, διενέργειας συμψηφισμού κ.λπ. σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων και μετά την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης.
Πηγή:www.capital.gr