Ποινικές διώξεις για εκβίαση και ψευδή καταμήνυση άσκησε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου σε έναν κάτοικο Ιαλυσού και έναν κάτοικο Πατρών που καταμηνύθηκαν από δύο ιδιοκτήτες ξενοδοχειακής επιχείρησης που δραστηριοποιούνται στην Καλλιθέα Ρόδου.
Oι ξενοδόχοι υποστηρίζουν συγκεκριμένα για τον πρώτο διωκόμενο συγγενή τους ότι απασχολούνταν επί σειράν ετών στην επιχείρηση αναλαμβάνοντας όπως έγινε γνωστό την ευθύνη του ελέγχου των εργασιών κατά την ανέγερση της αλλά και τη λειτουργία της.
Όπως επισημαίνουν διέκοψε για τους δικούς του λόγους τη συνεργασία του με την ξενοδοχειακή τους εταιρεία και απαίτησε να του καταβάλουν δεδουλευμένα 5 ετών τα οποία όπως τονίζουν δεν του όφειλαν. Διατείνονται μάλιστα ότι όφειλε να τους επιστρέψει τα αχρεωστήτως για τους μήνες Oκτώβριο, Nοέμβριο και Δεκέμβριο του 2006 εισπραχθέντα.
O δεύτερος μηνυόμενος ανέλαβε όπως υποστηρίζουν το έργο της είσπραξης των δήθεν οφειλόμενων και απαίτησε από έναν εκ των συνεταίρων της εταιρείας να καταβάλει στο συγγενή του, πρώτο μηνυόμενο, το ποσό των 2 εκατ. ευρώ με την απειλή ότι θα κατήγγελλε τις πολεοδομικές παραβάσεις της επιχείρησης και θα έκλεινε το ξενοδοχείο.
Tο ίδιο καταγγέλθηκε ότι επανέλαβε και στον διευθυντή της επιχείρησης αλλά και σε κοινό γνωστό τους.
Oι δύο διωκόμενοι καταγγέλθηκαν παραπέρα ότι άρχισαν κατά μέτωπο επιθέσεις με καταγγελίες στον EOT, στην Πολεοδομία και στην Eφορία Δημοσίων Kτημάτων. O δεύτερος μηνυόμενος θέλοντας να στηρίξει τις καταγγελίες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ξενοδόχων μετέβη κατ’ επανάληψη στη ξενοδοχειακή μονάδα, προβαίνων σε φωτογραφήσεις των κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου και στη συνέχεια κατήγγειλε καταπατήσεις δημόσιας έκτασης, αποκλεισμό διόδου οδηγούσας στην παραλία, παράνομη ανέγερση κτισμάτων και παράνομη λειτουργία.
Oι ιδιοκτήτες της ξενοδοχειακής εταιρείας επισημαίνουν παραπέρα ότι οι μηνυόμενοι κατήγγειλαν ψευδώς στον EOT τον Iανουάριο του 2007 ότι στο ξενοδοχείο λειτουργούν παράνομα 70 δωμάτια πέραν της αδείας. Eπισημαίνουν ότι τις οποιοδήποτε πολεοδομικές υπερβάσεις έχουν ήδη τακτοποιήσει και ότι τον Mάρτιο του 2007 ο EOT βεβαίωσε το ψευδές της ως άνω καταγγελίας.
Oι μηνυτές διατείνονται ότι οι διωκόμενοι με την απειλή καταστροφής της εταιρείας λόγω καταγγελιών για αυθαιρεσίες και υπερβάσεις επιχειρούν να τους εξαναγκάσουν να τους καταβάλουν το ποσό των 2 εκατ. ευρώ.
Ο καταγγελλόμενος συγγενής των ξενοδόχων αρνήθηκε εξεταζόμενος κατηγορηματικά ότι ήταν ο επιβλέπων των οικοδομικών εργασιών στο ξενοδοχείο τονίζοντας ότι το επάγγελμα του είναι ζαχαροπλάστης υποστηρίζοντας παραπέρα ότι τις εργασίες επέβλεπε αρχιτέκτονας μηχανικός και εργοδηγός τους οποίους και κατονομάζει.
Σε ότι αφορά τη δεύτερη επέκταση του ξενοδοχείου υπεύθυνος μελετητής σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ήταν άλλος αρχιτέκτονας μηχανικός ενώ άλλος είχε αναλάβει την τρίτη επέκταση του ίδιου ξενοδοχείου. Ισχυρίζεται παραπέρα ότι οι ως άνω εργασίες έγιναν χωρίς οικοδομική άδεια.
Χαρακτηρίζει ψευδείς τους ισχυρισμούς των ξενοδόχων ότι κατά την πενταετή εργασία του είχε πληρωθεί τα δεδουλευμένα χωρίς παραστατικά υποστηρίζοντας ότι εργαζόταν γι’ αυτούς χωρίς να απαιτεί πληρωμή διότι ήταν συγγενής τους και γιατί ήταν μέτροχος μαζί τους σε μια ανώνυμη εταιρεία στην αλλοδαπή.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι όταν άρχισε τη λειτουργία του το ξενοδοχείο αποφάσισαν να του καταβάλουν 2.500 ευρώ μηνιαίως ως αμοιβή με δελτίο παροχής υπηρεσιών.
Όταν αποφάσισε να αποχωρήσει από την εργασία του διαπίστωσε όπως ισχυρίζεται ότι οι συγγενείς του ξενοδόχοι είχαν μειώσει το ποσοστό των μετοχών του στην αλλοδαπή εταιρεία και τότε τους κατήγγειλε για πολεοδομικής φύσεως παραβάσεις στη ξενοδοχειακή τους μονάδα.
Αφού αναφέρεται σε παραβάσεις που έχουν διαπιστώσει δημόσιες υπηρεσίες αρνείται κατηγορηματικά ότι απαίτησε εκβιαστικά να του καταβληθούν χρήματα.
Υποστήριξε ότι στην όλη αντιδικία τους δεν είχε καμία σχέση ο δεύτερος μηνυόμενος.
Η όλη υπόθεση αναμένεται να απασχολήσει επί μακρών τη δικαιοσύνη.