Προήγαγε στην πορνεία την 16χρονη κόρη της

Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων θα αναβιώσει η πολύκροτη υπόθεση με κατηγορούμενη για μαστροπεία κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία και για διευκόλυνση ακολασίας άλλου κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία, την 48χρονη Μ. Σ. του Π., ιδιωτική υπάλληλο, που γεννήθηκε στη Λαμπεία Ηλείας και διέμενε προσωρινά στην Κάρπαθο, η οποία φέρεται να προήγαγε στην πορνεία την 16χρονη κόρη της, με τη χρήση βίας. Κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση είναι και ένας 58χρονος, κάτοικος Καρπάθου, επιχειρηματίας, που φέρεται να διαμεσολάβησε μεταξύ πελατών νυχτερινού κέντρου που λειτουργεί και της μητέρας, για να συνευρεθεί ερωτικά η ανήλικη με 3 πελάτες του. Για ασέλγεια σε ανήλικο, έναντι αμοιβής, κατηγορείται και ένας 35χρονος, επιχειρηματίας που γεννήθηκε στη Ρόδο και κατοικεί στην Κάρπαθο, που ομολόγησε ότι συνευρέθηκε ερωτικά με την ανήλικη, η οποία τον έπεισε όμως ότι ήταν 18 ετών, έναντι χρηματικού ποσού 150 ευρώ.
Η σύλληψη των ανωτέρω έγινε τον Ιανουάριο του 2009 μετά από καταγγελία της 16χρονης κόρης της πρώτης κατηγορούμενης, που υποστηρίζει ότι η μητέρα της την εξέδιδε σε άγνωστο αριθμό ανδρών με τη χρήση βίας. Όπως κατέθεσε η 16χρονη 10 μέρες πριν τη σύλληψη μαζί με την μητέρα της και την αδελφή της, που έχει συμπληρώσει τα 17 έτη της ηλικίας της, εγκαταστάθηκαν στα Πηγάδια Καρπάθου.
Ο πατέρας της με την μητέρα της είχαν πάρει διαζύγιο το 1994 και έκτοτε η ίδια και η αδελφή της διέμεναν στα Χανιά της Κρήτης. Ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της από την παιδική της ηλικία την εξύβριζε και τη χτυπούσε. Υποστήριξε ακόμα ότι η μητέρα της βιαιοπραγούσε σε βάρος της χρησιμοποιώντας τα χέρια της, ζώνες, καλώδια και άλλα αντικείμενα. Διατείνεται ακόμη ότι εξανάγκασε τόσο την ίδια όσο και την αδελφή της να διακόψουν το σχολείο, ότι τις κλείδωνε στο σπίτι, δεν τις επέτρεπε να βγαίνουν έξω και ότι τις άφηνε χωρίς φαγητό.
Ο αλιέας πατέρας της, σύμφωνα με όσα κατέθεσε, δεν ενδιαφερόταν για την ίδια και την αδελφή της. Η 16χρονη κατέθεσε ότι η μητέρα της εργαζόταν σε μπαρ κονσομασιόν και πριν ενάμιση χρόνο σε ηλικία 14,5 ετών την ανάγκασε να εργαστεί σε ένα κέντρο του είδους στο Ηράκλειο της Κρήτης για να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού. Ιδιοκτήτης του κέντρου ήταν ένας άνδρας 50 ετών περίπου ονόματι Σήφης, ο οποίος της υποδείκνυε τους πελάτες με τους οποίους θα έκανε παρέα και την κερνούσαν ποτά. Ένας πελάτης στον οποίο έκανε παρέα και την κερνούσε ποτά της πρότεινε, όπως είπε, να πάνε μια βόλτα, πράγμα που την παρότρυνε να κάνει και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος και η μητέρα της.
Πήγαν στο σπίτι του και εκεί ο πελάτης ήλθε σε συνουσία μαζί της έναντι 150 ευρώ τα οποία της παρέδωσε κατόπιν συνεννόησης με τη μητέρα και τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Ήταν, όπως κατέθεσε, η πρώτη φορά που είχε ερωτική επαφή με άνδρα και το έκανε γιατί φοβόταν τη μητέρα της. Γύρισε στο κέντρο με τον πελάτη και παρέδωσε, όπως ισχυρίστηκε, τα χρήματα στη μητέρα της.
Από τότε άρχισε να εργάζεται σε διάφορα κέντρα του Ηρακλείου μαζί με τη μητέρα της και ερχόταν σε συνουσία με πελάτες έναντι αμοιβής που κυμαινόταν από 150 έως 300 ευρώ, πάντα με την προτροπή της μητέρας της και των ιδιοκτητών των κέντρων αυτών. Αυτό διήρκεσε για ένα μήνα και μη αντέχοντας άλλο την κατάσταση αυτή ζήτησε από τη μητέρα της να σταματήσει. Επέστρεψαν στα Χανιά και εκεί η μητέρα της συνέχισε να εργάζεται σ’ ένα νυχτερινό κέντρο.
Την άνοιξη του 2008 εκείνη, η αδελφή και η μητέρα της, μετακόμισαν στην Αθήνα και διέμεναν στο σπίτι της θείας της (αδελφής της μητέρας της). Εκεί, όπως υποστηρίζει, μαζεύονταν διάφορα άτομα και έκαναν χρήση ναρκωτικών. Στην Αθήνα εργαζόταν σε κέντρο των δυτικών προαστίων η μητέρα της. Έμειναν εκεί για 3 μήνες, επέστρεψαν στα Χανιά και από εκεί μετακόμισαν εκ νέου στο Αργος Ορεστικό Καστοριάς, όπου είχε βρει εργασία σε όμοιο κέντρο η μητέρα της. Από εκεί μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη και διέμεναν στο σπίτι της νονάς της.
Όταν μετακόμισαν στην Κάρπαθο για να εργαστεί η μητέρα της σε κέντρο στα Πηγάδια, οι δύο αδελφές έμεναν στο σπίτι. Την 18η Ιανουαρίου 2009 η μητέρα της της ζήτησε, όπως υποστηρίζει, να δουλέψει στο κέντρο και ο ιδιοκτήτης της είπε ότι θα της υποδείκνυε τους πελάτες με τους οποίους θα έκανε παρέα και θα την κερνούσαν ποτό. Πλησίασε 2 με 3 θαμώνες και κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης της υπέδειξε ένα θαμώνα ο οποίος, ενώ έκαναν παρέα, της είπε ότι τη θέλει για ολόκληρη τη νύχτα. Μίλησε με τον ιδιοκτήτη και στη συνέχεια τη μετέφερε με ένα μαύρο ακριβό τζιπ σε μια μάντρα με οικοδομικά υλικά.
Εκεί ήλθε σε συνουσία μαζί της και όταν τελείωσε της έδωσε 150 ευρώ. Επέστρεψαν στο κέντρο, όπου την περίμενε η μητέρα της, για να φύγουν. Τα χρήματα τα παρέδωσε, όπως είπε, στη μητέρα της. Σε συμπληρωματική κατάθεση που έδωσε πρόσθεσε ότι στον τελευταίο πελάτη δεν είχε πει την πραγματική της ηλικία αλλά του είπε ότι ήταν 18 ετών.
Την ανήλικη εξέτασε στα πλαίσια της προανάκρισης και μια 27χρονη ψυχολόγος η οποία εκτίμησε ότι η ανήλικη ενεργούσε κατόπιν ψυχολογικής πίεσης της μητέρας της. Η αδελφή της από την άλλη κατέθεσε ότι η μητέρα της είναι καλός άνθρωπος και αγαπά τα παιδιά της, διαψεύδοντας ότι εργαζόταν σε νυχτερινά κέντρα. Διαψεύδει ακόμη και τους ισχυρισμούς της αδελφής της.
Η μητέρα της ανήλικης στην κατάθεσή της αρνείται κατηγορηματικά τις καταγγελίες σε βάρος της χωρίς να επεκταθεί όμως σε λεπτομέρειες. Ο ιδιοκτήτης του κέντρου από την άλλη κατέθεσε ότι ένας κάτοικος Αθηνών που διατηρεί καλλιτεχνικό γραφείο και με τον οποίο συνεργάζεται του είπε ότι έχει μια κοπέλα η οποία θέλει να εργαστεί στο κατάστημά του ενώ του ζήτησε να βρει εργασία και στην κόρη της, σε μια καφετέρια.
Η 48χρονη με τις δύο κόρες της έφτασαν πράγματι στη Κάρπαθο, τις παρέλαβε συνεργάτης του και τις οδήγησε σε ξενοδοχείο όπου διέμεναν κι άλλες κοπέλες που εργάζονται στο κέντρο του. Στη κόρη της επιχείρησε να βρει εργασία σε μια καφετέρια αλλά δεν τα κατάφερε. Την επίμαχη ημέρα ο πελάτης είχε έλθει σε απευθείας συνεννόηση με την ανήλικη χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τι συζήτησαν.
Ο «πελάτης» απολογούμενος υποστήριξε ότι μετέβη την επίμαχη ημέρα στο κέντρο και μέσα σε πέντε λεπτά από την άφιξή του κάθισε στο τραπέζι του η κόρη της 48χρονης, την οποία δεν εγνώριζε και συζητούσαν για δύο ώρες περίπου. Του είπε ότι ήταν 18 ετών και ότι εκείνη την ημέρα ήταν η ονομαστική της εορτή. Αρχισε, όπως υποστηρίζει, να του μιλάει πρόστυχα. Όταν της πρότεινε να πάνε βόλτα, τότε εκείνη του είπε ότι θα έπρεπε να ρωτήσει το αφεντικό της. Ο «πελάτης» υποστηρίζει ότι πράγματι ρώτησε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, ο οποίος του είπε, να περιμένει 10 λεπτά για να κλείσει το μαγαζί για να φύγουν.
Μόλις έκλεισε το κέντρο η κοπέλα τον ακολούθησε με τη θέλησή της και πήγαν στο σπίτι του. Του ζήτησε εκεί 200 ευρώ για να συνευρεθούν, αλλά εκείνος ισχυρίστηκε ότι είχε μόνο 150. Η κοπέλα, όπως υποστηρίζει, δέχτηκε και αφού τελείωσαν περί ώρα 06.20 επέστρεψαν στο κέντρο, όπου και την άφησε.