Προτείνεται η παραπομπή σε δίκη τραπεζικού υπαλλήλου

Την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων ενός τραπεζικού υπαλλήλου, ταμειολογιστή, που εργαζόταν στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Ρόδο, για το αδίκημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, πρότεινε χθες στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Ι. Μητσιόπουλος. Ο υπάλληλος φέρεται πάντως να έχει αποκαταστήσει πλήρως την βλάβη που προκάλεσε στο ταμείο της τράπεζας.
Η τράπεζα διατείνεται ότι ο πρώην υπάλληλός της ακολούθησε δόλιες μεθοδεύσεις, όπως συμπλήρωση ενταλμάτων πληρωμής επί λογαριασμών με μηδενικό ή ανεπαρκές υπόλοιπο, διενέργεια εικονικών ταμειακών εγγραφών, κατασκευή δεύτερου βιβλιαρίου και αντικανονική χρήση της διαδικασίας εξωλογιστικής ενημέρωσης των βιβλιαρίων Ταμιευτηρίου. Πιο συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2009 προσήλθε στο κατάστημα Ρόδου προκειμένου να διενεργήσει ανάληψη από κοινό αποταμιευτικό λογαριασμό του ένας πελάτης κάτοικος Ρόδου, ο οποίος ύστερα από την ενημέρωση του σχετικού βιβλιαρίου του, διαπίστωσε ότι από το λογαριασμό του είχαν πραγματοποιηθεί 4 αναλήψεις συνολικού ποσού 182.000 ευρώ και ειδικότερα, τρεις αναλήψεις ποσών 60.000 ευρώ η κάθε μία στα υποκαταστήματα Ρόδου και Καστελόριζου της Τράπεζας. Ο πελάτης διαμαρτυρήθηκε στη διοίκηση και τόνισε ότι στις ημερομηνίες που φέρεται να είχε πραγματοποιήσει τις αναλήψεις βρισκόταν στην Κύπρο και ότι δεν είχε μεταβεί στο Καστελόριζο. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι τις αναλήψεις είχε κάνει ο ταμειολογιστής, που δεν είχε στο ταμείο του τα αντίστοιχα παραστατικά αναλήψεων. Ομολόγησε τότε προφορικά ότι είχε προβεί στις αναλήψεις ενώ μετά από έλεγχο επιθεωρητών της Τράπεζας προέκυψε ότι είχε υπεξαιρέσει τα χρήματα λόγω του πάθους του για τον τζόγο και συγκεκριμένα σε παίγνια του ΟΠΑΠ και στο Καζίνο της Ρόδου.
Προέκυψε παραπέρα ότι την 13η Φεβρουαρίου 2009 είχε αναλάβει το ποσό των 180.000 ευρώ για να καλύψει έλλειμμα στο ταμείο του, ενώ είχε αναλάβει για τον ίδιο λόγο το ποσό των 2.000 ευρώ την 20ή Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. Προκειμένου δε οι υπεξαιρέσεις να μην γίνονται αντιληπτές χρέωνε με το κλείσιμο του ταμείου του τον κωδικό της αγοράς επιταγών. Αφού παρέδιδε το σχετικό παραστατικό αρμοδίως και εμφάνιζε ισοσκελισμένο το ταμείο του επέστρεφε στο ταμείο και ακύρωνε το λογαριασμό των επιταγών με αποτέλεσμα το υπόλοιπο του ταμείου του να είναι και πάλι μεγάλο. Επιπλέον για να εξασφαλίσει έγκριση των αναλήψεων που έκανε χρησιμοποιούσε κωδικούς δύο προϊσταμένων του ενώ το ίδιο έκανε και για τις ακυρώσεις χρεώσεων του λογαριασμού επιταγών.
Προέκυψε επιπλέον ότι την 27η Ιανουαρίου 2009 επέστρεψε σε λογαριασμό φίλου του 93.000 ευρώ που είχε ιδιοποιηθεί χρεώνοντας ισόποσα το λογαριασμό της αγοράς επιταγών ιδιωτών. Την τακτική χρεοπίστωσης του λογαριασμού επιταγών που ακολούθησε και στην πορεία, αναγκάσθηκε να σταματήσει την 13η Φεβρουαρίου 2009 καθώς την επόμενη εβδομάδα θα αποσπαζόταν στο Καστελόριζο.
Την εν λόγω ημερομηνία, συγκάλυψε το έλλειμμα του ταμείου του, το οποίο εν τω μεταξύ είχε εκτοξευθεί στο ύψος των 180.000 ευρώ, συμψηφίζοντάς το με το προϊόν των 3 αναλήψεων ποσού 60.000 ευρώ η κάθε μία, από αποταμιευτικό λογαριασμό γνωστού του πελάτη. Την 11η Φεβρουαρίου 2009 ο ίδιος, όπως του αποδίδει η Τράπεζα, από παραδρομή, χρέωσε κατά 7,25 χιλιάδες ευρώ λιγότερο το λογαριασμό του Ο.Α.Ε.Δ. για συναφή επιδόματα που είχε εξοφλήσει μέσω της θέσης εργασίας του. Εξαιτίας αυτού, δημιουργήθηκε ισόποσο έλλειμμα στο ταμείο του, το οποίο, χωρίς να εξετάσει πού οφειλόταν, προφανώς λόγω της σύγχυσης που τον διακατείχε, το κάλυψε με δικά του διαθέσιμα. Μετά την αποκατάσταση στις 25 Φεβρουαρίου 2009, με το ποσό των 182.000 ευρώ του θιγέντος λογαριασμού και τον εν συνεχεία συνυπολογισμό της ως άνω πλεονασματικής διαφοράς των 7.250 ευρώ, η απαίτηση της τράπεζας ανήλθε στο ύψος των 174.750 ευρώ.

Ο ίδιος απολογούμενος επεσήμανε ότι έχει αποδώσει όλα τα ποσά που φέρεται να έχει υπεξαιρέσει και μάλιστα πριν την άσκηση οποιασδήποτε ποινικής δίωξης. Ουδεμία δε έννομη συνέπεια επήλθε από την αψυχολόγητη και ανόητη πράξη του, αφού η επιστροφή των χρημάτων υπήρξε άμεση και ολοσχερής. Επεσήμανε ακόμα ότι ανέλαβε τα χρήματα για να βοηθήσει συγγενικό του πρόσωπο. Αναγνώρισε το ατόπημα στο οποίο προέβη και δήλωσε ειλικρινώς και εμπράκτως την μετάνοιά του. Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Στέλιος Κιουρτζής.