Συζητήθηκε η προσφυγή Ρόδιου επιχειρηματία για το δημοτικό τέλος 2%

Ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου συζητήθηκε η προσφυγή της εταιρείας «ΚΑΣΑΠΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» κατά του Δήμου Ρόδου, δύο αποφάσεων εγγραφής της στο βεβαιωτικό κατάλογο του Δήμου Ροδίων για τα πρόστιμα τελών ακαθαρίστων εσόδων του έτους 2000 αλλά και έκθεσης ελέγχου του Διευθυντή Διοικητικών Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Ροδίων για τα ακαθάριστα έξοδα της επιχείρησής για το έτος 2000.

Η εταιρεία χαρακτηρίζει συγκεκριμένα παράνομη την επιβολή των τελών παρεπιδημούντων, που ήδη έχουν καταργηθεί ως έσοδο για του ΟΤΑ και επισημαίνει ότι με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του Δημάρχου Ροδίων, αποφασίστηκε η σε βάρος της βεβαίωση κύριου τέλους 2%, μετά των πρόσθετων επιβαρύνσεων, ποσού 29.190,85 ευρώ, που αναλογεί στα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για το έτος 2000 και ποσού 26.190,85 ευρώ, που αναλογεί στο πρόστιμο τελών ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης για το έτος 2000.
Επισημαίνει παραπέρα ότι εάν η διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2539/1997 είχε την έννοια ότι μπορεί να επιβληθεί, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, φόρος στις επιχειρήσεις ενοικιάσεως αυτοκινήτων-μοτοποδηλάτων, η διάταξη αυτή θα παραβίαζε τη διάταξη του άρθρου 78 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία κανένας «φόρος δεν επιβάλλεται, ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο..:». Στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2539/1997 δεν επιβάλλει αφ’ εαυτής στις επιχειρήσεις ενοικιάσεως αυτοκινήτων- μοτοποδηλάτων, την υποχρέωση καταβολής του 2% των ακαθαρίστων εσόδων, αλλά απλώς εξουσιοδοτεί το οικείο δημοτικό και κοινοτικό συμβούλιο για την επιβολή της υποχρέωσης αυτής. Η εν λόγω υποχρέωση δεν επιβάλλεται, δηλαδή, από τον ίδιο τον νόμο, όπως προβλέπει η Συνταγματική Επιταγή, αλλά από τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια, τα οποία διαθέτουν απόλυτη διακριτική ευχέρεια ως «προς το εάν θα αποφασίσουν την επιβολή αυτή (βλ. και τη διατύπωση του άρθρου 20 του ν. 2539/1997 : «Το ανωτέρω τέλος μπορεί να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου…»).
Η απόφαση, όπως τονίζει στη συνέχεια, δεν συνιστά την τυπική «ενεργοποίηση» ενός ήδη επιβληθέντος εκ του νόμου φόρου, αλλά την το πρώτον επιβολή του φόρου.
Θα πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 4 Σ. «το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης». Εάν, όμως, τα ως άνω ζητήματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, πόσο μάλλον δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης προς τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης η απόφαση ως προς το εάν θα επιβληθεί ο φόρος (arguumentum a minore ad majus).
Επισημαίνει παραπέρα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, θα πρέπει να ακυρωθούν από το Δικαστήριο λόγω υπέρβασης νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Ειδικότερα: Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2539/1997: «Επιβάλλεται υπέρ των δήμων και κοινοτήτων στην περιφέρεια των οποίων ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, τέλος σε ποσοστό 2% στα ακαθάριστα έσοδα των : … Το ανωτέρω τέλος μπορεί να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και στις παρακάτω κατηγορίες καταστημάτων : … α) κάθε είδους μορφής και ονομασίας καταστημάτων, στα οποία πωλούνται για κατανάλωση εντός του καταστήματος ή σε πακέτο, φαγητά, ποτά, καφές, αναψυκτικά … η) Ενοικιάσεις αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων και ποδηλάτων…».
Η αληθής έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι επιτρέπεται – με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου- η επιβολή ανταποδοτικού τέλους στις επιχειρήσεις ενοικιάσεως αυτοκινήτων-μοτοποδηλάτων ως ανταλλάγματος για παρασχεθείσες υπηρεσίες από το δήμο ή την κοινότητα. Αντίθετα, η ίδια διάταξη -ερμηνευμένη σύμφωνα προς το Σύνταγμα- δεν επιτρέπει την εκ μέρους των δημοτικών και κοινοτικών αρχών επιβολή φόρου στις επιχειρήσεις αναψυχής, δηλαδή, χρηματικού ποσού που δεν τελεί σε σχέση αντιπαροχής προς παρασχεθείσες υπηρεσίες εκ μέρους του δήμου ή της κοινότητας.
Η ίδια, όμως, αρχή θα παραβιάζετο στην περίπτωση κατά την οποία οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης θα είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν φόρους στις επιχειρήσεις ενοικιάσεως αυτοκινήτων-μοτοποδηλάτων διότι η υποχρέωση καταβολής φόρου από τους ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων καταστημάτων (και ανεξάρτητα από την ύπαρξη κάποιας παροχής εκ μέρους του δήμου ή της κοινότητας) θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας έναντι των δημοσίων βαρών, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ιδιοκτήτες των εν λόγω καταστημάτων θα ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρους, ενώ αυτό δεν θα ίσχυε για τους ιδιοκτήτες άλλων κατηγοριών καταστημάτων, παρότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση αυτή.
Στην περίπτωσή της συγκεκριμένης εταιρείας, όπως επισημαίνεται στην προσφυγή, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Δημάρχου Ροδίων επιβάλλουν την πληρωμή ποσού σε ποσοστό 2% επί των, ακαθαρίστων εσόδων και ανεξάρτητα από την παροχή κάποιων υπηρεσιών εκ μέρους του Δήμου. Πρόκειται, δηλαδή, στην πραγματικότητα για φόρο σε βάρος των ως άνω επιχειρήσεων και όχι για (ανταποδοτικό) τέλος, όπως εσφαλμένως αναφέρεται στις προσβαλλόμενες πράξεις. Συνεπώς οι επιβαλλόμενες με τις προσβαλλόμενες πράξεις. υποχρεώσεις φέρουν όλα τα εννοιολογικά γνωρίσματα του φόρου, αφού αποτελούν αναγκαστική και χωρίς ειδικό αντάλλαγμα χρηματική παροχή εκ μέρους του διοικούμενου για την εκπλήρωση δημοσίων σκοπών.
Την εταιρεία εκπροσωπεί ο δικηγόρος κ Μ. Κουτσούκος.