Στο αρχείο η μήνυση κατά υπουργού και αστυνομικών

Στο αρχείο τέθηκε με διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ρόδου η ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος των κ.κ. Παναγιώτη Χηνοφώτη πρώην Υπουργού Δημοσίας Τάξης, Ιωάννη Μεσοδιακάκη Αστυνομικού Διευθυντή Δωδεκανήσου και Πέτρου Μπαλατσούκα αστυφύλακα που υπηρετούσε στο Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών Ρόδου που καταγγέλθηκαν με μήνυση που υπέβαλε αντισυνταγματάρχης που υπηρετεί στην 95 ΑΔΤΕ για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της παράβασης καθήκοντος.

Αφορμή για την υποβολή της μήνυσης αποτέλεσε η αποστολή εγγράφου του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ρόδου στο στρατηγείο της 95 ΑΔΤΕ γύρω από τις συνθήκες διενεργηθέντος ελέγχου στον αντισυνταγματάρχη-μηνυτή στην Ακτή Σαχτούρη Ρόδου στα πλαίσια ερευνών για τη σύλληψη διακινητών ναρκωτικών.
Ο αντισυνταγματάρχης υποστήριξε συγκεκριμένα ότι εμφανίστηκε στην ως άνω αναφορά ότι αρνήθηκε προκλητικά να επιδείξει την ταυτότητά του στους αστυνομικούς, ότι αρνήθηκε να υπακούσει σε εντολές τους και ότι εξύβρισε αστυνομικούς.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι όταν αποβιβάστηκε από το πλοίο την 21-06-2008 ερχόμενος από την Aθήνα όπου είχε υποβληθεί σε εγχείριση και αντιμετώπιζε έντονους μετεγχειρητικούς πόνους πράγμα που επεσήμανε στους αστυνομικούς που του ζήτησαν να τον ελέγξουν.
Τόνισε δε ότι η παράκληση του έτυχε ειρωνικής και αδιάφορης στάσης από τους αστυνομικούς που δεν δέχτηκαν να τον μεταφέρουν σε ειδικό χώρο για έλεγχο και απαίτησαν να ανοίξει επί τόπου τη χειραποσκευή του απευθυνόμενοι σ’ αυτόν υποτιμητικά.
Στην Εισαγγελική διάταξη ωστόσο τα όσα έλαβαν χώρα περιγράφονται ως εξής:
«…Ο εγκαλών 21.6.2008 υπέστη έλεγχο από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου ο εγκαλών αναφέρει ότι οι αστυνομικοί ήταν ενδεδυμένοι ως παραθεριστές και εξέλαβε την στάση του αρχικώς πλησιάσαντος αυτόν αστυνομικού ως ειρωνική και αδιάφορη. Αντιμετωπίζοντας δε πρόβλημα υγείας ισχυρίζεται ότι δεν έτυχε της αρμόζουσας αντιμετώπισης, αντιθέτως ενώ ζήτησε να μεταφερθεί σε κλειστό χώρο για να γίνει ο έλεγχος και τους γνωστοποίησε ότι είναι αξιωματικός του ελληνικού στρατού και ότι δεν αισθάνεται καλά, του ζήτησαν να ανοίξει άμεσα την χειραποσκευή του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν προέκυψε από τα αποδεικτικά μέσα και έρχεται σε ευθεία αντίφαση τόσο με την έγκληση όσο και με τις καταθέσεις των μαρτύρων διότι ο έλεγχος έγινε σε ειδικό χώρο του λιμένα. Μάλιστα ο ίδιος ο εγκαλών δεν εξηγεί γιατί αν και διέπραξε ως ισχυρίζεται ο ίδιος απείθεια αρνούμενος να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του ελέγχοντος αστυνομικού και των λοιπών που τον είχαν ακινητοποιήσει, αυτοί αίφνης κάμφθηκαν και τον μετέφεραν σε κλειστό χώρο. Ο δε ισχυρισμός του ότι φοβήθηκαν επειδή ζήτησε να μιλήσει με τον προϊστάμενό τους δεν επαληθεύτηκε. Η υποβολή οποιουδήποτε πολίτη σε αστυνομικό έλεγχο μπορεί να μην αποτελεί ευχάριστη διαδικασία αλλά είναι σίγουρα θεμιτή και απαραίτητη στα πλαίσια της καταπολέμησης της εγκληματικότητας. Εν προκειμένω ο εγκαλών ταίριαζε σε περιγραφή ατόμου για το οποίο ερευνούσαν οι αστυνομικοί, οι οποίοι τον ακινητοποίησαν για να τον ελέγξουν δίχως χρήση σωματικής ή άλλης βίας και κατόπιν του ελέγχου δεν κρατήθηκε. Του γνωστοποιήθηκαν δε τα στοιχεία του επικεφαλής της έρευνας. Συνεπώς ουδέν το μεμπτό προέκυψε από την προδικασία, καθόσον δεν υπέστη ο εγκαλών κάποιο βασανισμό. Οι δε αστυνομικοί είναι λογικό να μην είναι ένστολοι ή με στρατιωτικό παράστημα, ώστε να μην στοχοποιούνται από τους τυχόν εγκληματίες και να είναι αποτελεσματικοί στην εργασία τους. Τα αναφερόμενα δε στην αναφορά του τρίτου εγκαλούμενου αποτελούν έκθεση των συμβάντων και επ’ ουδενί προκύπτει ότι είναι ανακριβή, επιβεβαιώνονται δε από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Αναφορικά με τον δεύτερο εγκαλούμενο προέκυψε ότι η έγκληση είναι προφανώς αβάσιμη, καθόσον αυτός το μόνο που έκανε ήταν να διεκπεραιώσει ένα έγγραφο διοικητικά προς την αρμόδια υπηρεσία. Αλλωστε το ίδιο το κείμενο καταδεικνύει ότι συνέταξε ένα διαβιβαστικό έγγραφο προς την 95 ΑΔΤΕ, ως εκ της ιδιότητας του εγκαλούντος, δίχως να αναπαράγει ή να εκφέρει γνώμη επί των αναφερομένων.

Οσον αφορά στην δεύτερη καταγγελόμενη πράξη είναι αδιανόητο να αιτιάται ο εγκαλών ότι ο υφυπουργός Δημόσιας Τάξης, ο αστυνομικός διευθυντής και ο επικεφαλής μίας έρευνας φέρουν την υπηρεσιακή ευθύνη για την ορθή συμπεριφορά όλων των αστυνομικών. Είναι γνωστό στον εγκαλούντα καθότι προφανώς γνωρίζει την έννοια της ιεραρχίας και της ατομικής ευθύνης εξ επαγγέλματος ότι επ’ ουδενί στοιχειοθετείται το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος…».