Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου θα αναβιώσει η πολύκροτη υπόθεση με κατηγορούμενο για υπεξαίρεση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, ποσού 1.118.095,4 ευρω,́ τον πρώην διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στο Λακκί Λέρου Β. Ι. του Α., 61 ετών, που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 6 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα. Ο κατηγορούμενος είχε κριθεί την 10η Ιουλίου 2009 συγκεκριμένα ένοχος για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ ́εξακολούθηση και για κακουργηματική υπεξαίρεση με σκοπό το όφελος, άνω των 73.000 ευρώ, ενώ του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Όπως έγραψε η “δ”, στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, δόθηκε εντολή στους επιθεωρητές της Εθνικής Τράπεζας να μεταβούν από την Αθήνα στη Λέρο και να ελέγξουν τη δραστηριότητα του τραπεζικού υπαλλήλου, με αφορμή το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε λάβει ως προκαταβολή έναντι του μισθού του, το ποσό των 10.000 ευρώ χωρίς όμως να έχει εξασφαλίσει προηγουμένως έγκριση από ανώτερο κλιμάκιο.
Την προηγούμενη ημέρα είχε μάλιστα κληθεί στα γραφεία της Διεύθυνσης Δικτύου Γ’ της ΕΤΕ προκειμένου να δώσει σχετικές εξηγήσεις. Τότε ανέφερε στους κ.κ. Π. Γ. και Κ. Σ. Διευθυντή και Υποδιευθυντή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης ότι αναγκάστηκε να ζητήσει τα 10.000 ευρώ γιατί την προηγούμενη ημέρα είχε παίξει στο καζίνο της Πάρνηθας και τα είχε χάσει. Τους δήλωσε ακόμη ότι η κακή του συνήθεια με το τζόγο δεν έχει επίπτωση στην εργασία του, την οποία ασκεί με άψογο τρόπο.
Την 5η Σεπτεμβρίου 2008 όταν μετέβησαν οι επιθεωρητές στο υποκατάστημα της Λέρου διαπίστωσαν ότι ο τραπεζικός απουσίαζε με δικαιολογημένη άδεια, στην Αθήνα. Την επόμενη εργάσιμη, 8 Σεπτεμβρίου 2008, δεν προσήλθε στην εργασία του, ενώ η άδεια του είχε λήξει και η καθαρίστρια του καταστήματος παρέδωσε στους επιθεωρητές δύο φακέλους, που όπως δήλωσε, της είχε δώσει ο τραπεζικός το προηγούμενο βράδυ με εντολή να τους παραδώσει στον εντεταλμένο του καταστήματος Δ. Ντ.
Ο ένας φάκελος περιείχε μια ιδιόχειρη επιστολή του τραπεζικού προς τον Δ. Ντ. και 13 πλαστά αποδεικτικά προθεσμιακών καταθέσεων ή αμοιβαίων κεφαλαίων επ’ ονόματι 11 πελατών της τράπεζας. Ο τραπεζικός υπάλληλος ανέφερε ότι είχε καταχραστεί πολλά χρήματα από λογαριασμούς πελατών και πως τα πλαστά αποδεικτικά που παρέδωσε, αφορούν παράνομες πράξεις του. Επίσης ανέφερε ότι για να πετύχει τους έκνομους σκοπούς του εξαπάτησε τους υφιστάμενους του και πελάτες της τράπεζας.
Ο δεύτερος φάκελος περιείχε επιστολή ανάλογου περιεχομένου προς τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Δικτύου Γ’ Γ. Θ.. Από τον έλεγχο των επιθεωρητών που ακολούθησε προέκυψε ότι ο τραπεζικός υπάλληλος έχει υπεξαιρέσει από 13 καταθετικούς λογαριασμούς πελατών το ποσό των 1.142.642 ευρώ. Το ποσό αυτό πλέον των τόκων αποτελεί ζημία της τράπεζας που αναγκάστηκε να αποκαταστήσει τους πελάτες της. Από την ίδια έρευνα προέκυψε ότι ο πρώην διευθυντής της τράπεζας από τον Oκτώβριο του 2001 έως και τον Aύγουστο του 2008 κατά τις ημερομηνίες, 26-10-2001, 24-1-2002, 10-9-2002, 11-10-2002, 19-1-2004, 5-7-2004, 9-6-2005, 5-7-2005, 11-9-2006, 5-7-2007, 22-10-2007, 30-4-2008, 7-7-2008 και 11-8-2008 καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις, κατά́ρτισε με γραφομηχανή πλαστούς προθεσμιακούς τίτλους και πλαστά αποδεικτικά προθεσμιακών καταθέσεων τα οποία αφορούσαν τους ως άνω τίτλους, τα οποία χορηγούσε σε πελάτες της τράπεζας με τους οποίους νωρίτερα είχε έρθει προσωπικά σε συναλλαγή, προκειμένου να ανοίξουν προθεσμιακούς λογαριασμούς. Απολογούμενος ομολόγησε τις πράξεις του επισημαίνοντας ότι μετά τα γεγονότα του χρηματιστηρίου το 2000 και το 2001, όπου έπαιξε αποταμιεύσεις δικές του και δάνεια που είχε πάρει, βρέθηκε εκτεθειμένος με ένα άνοιγμα ύψους 200.000 ευρώ. Προσπάθησε να «ρεφάρει» μέσα από άλλα δάνεια και κάρτες αλλά δεν το κατόρθωσε. Το ποσό, όπως είπε, που όφειλε το 2002 ήταν περίπου 300.000 ευρώ. Είπε επίσης ότι συγγενικό του πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας ενώ ζήτησε συγγνώμη για τις πράξεις του, δηλώνοντας «μετανοιωμένος».
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Παναγιώτης Αβρίθης.