Ζητεί αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης

Την απόλυση του από τις φυλακές και την αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης με οποιοδήποτε περιοριστικό όρο ή εγγύηση ζήτησε χθες από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου ο κατηγορούμενος για σωματεμπορία από κοινού, παράνομη κατακράτηση από κοινού, υπεξαγωγή εγγράφων, αρπαγή ανηλίκου από κοινού, απειλή από κοινού, παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, οπλοκατοχή, παράνομη απασχόληση αλλοδαπών και παράνομη εργασία αλλοδαπών Θ. Α. του Β., 28 ετών, ομογενής, κάτοικος Κοσκινού που ενεπλάκη σε κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης αλλοδαπών.
Την άρση των περιοριστικών όρων της καταβολής χρηματικής εγγύησης 10.000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης της δύο φορές το μήνα στο ΑΤ Ρόδου ζήτησε εξάλλου η συγκατηγορούμενη και σύντροφος του Ε. Μ. Του V. 24 ετών, υπήκοος Ρωσίας, κάτοικος Κοσκινού.
Όπως έγραψε η “δ” την 29η Μαρτίου 2010 η 21χρονη κατήγγειλε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου μεταξύ άλλων ότι ο πρώτος κατηγορούμενος την απείλησε ότι αν δεν συνευρίσκετο ερωτικά με πελάτες έναντι αμοιβής επρόκειτο να την «πουλήσει» για να δουλεύει κλεισμένη σε οίκο ανοχής λέγοντας της ακόμη ότι χρειαζόταν τα χρήματα προκειμένου να της εξασφαλίσει νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραμονή της στη χώρα.
Κατέθεσε ακόμη ότι την είχε χτυπήσει όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από ένα φίλο της στην Κάρπαθο. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι της έφτιαξε βιβλιάριο εργασίας στο οποίο φαινόταν ότι ήταν δήθεν παντρεμένη με Έλληνα υπήκοο.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσε εξαναγκάστηκε να συνευρίσκεται ερωτικά με πελάτες 5 ακόμη καταστημάτων σε Κω, Αρχάγγελο, Ιξιά, Κάρπαθο και Ρόδο ενώ φέρεται να εργάστηκε σε ακόμη δύο μπαρ στη Ρόδο.
Υποστηρίζει ακόμη ότι διέμενε σε οικία που της διέθεσε στην οποία υπήρχαν κάμερες από τις οποίες την παρακολουθούσε μέσω του κινητού του τηλεφώνου.
Στην προσφυγή του ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ωστόσο τα εξής:
“Η καταγγέλλουσα ήρθε από την Ρωσία και εργαζόταν σε στριπτιζάδικα, όπου και την γνώρισα. Μάλιστα όπως πληροφορήθηκα είχε συνάψει και γάμο με Έλληνα νταλικέρη, έχοντας έτσι νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα. Εγώ διατηρώ με τον συνέταιρό μου εστιατόριο στα Κοσκινού Ρόδου. Είμαι παντρεμένος με δύο παιδιά και βρίσκομαι σε διάσταση με τη σύζυγό μου εδώ και ενάμιση χρόνο. Ήμουν και πωλητής σε φαρμακαποθήκη. Ουδέποτε ασχολήθηκα με γυναίκες και την έκδοση αυτών. Πράγματι μετά την εργασία μου πήγαινα αρκετές φορές σε νυκτερινά κέντρα (στριπτιζάδικα) ή μπάρ με γυναίκες (κονσομασιόν). Εκεί γνώριζα διάφορες γυναίκες και εάν ήθελαν κάναμε παρέα.
Την καταγγέλλουσα την γνώρισα μέσω μίας φίλης μου και αναπτύξαμε ερωτική σχέση. Εκείνη ήθελε να σοβαρέψει τον δεσμό, όμως εγώ δεν ήθελα γιατί ήμουν ήδη σε διάσταση. Εκείνη έπινε και μου δημιουργούσε προβλήματα. Κάποια στιγμή κουράστηκα από την συμπεριφορά της και συνήψα δεσμό με την φίλη της (…). Τότε αυτή παρεξηγήθηκε και συνέχεια με απειλούσε ότι θα μου κάνει κακό. Εγώ θεωρούσα ότι ήταν το ποτό που μιλάει. Η κατάθεση – καταγγελία της θεωρώ ότι κατατείνει στην νομιμοποίησή της στην Ελλάδα και την εκδίκησή της. Η όλη της κατάθεση βρίθει από ανακρίβειες και αντιφάσεις. Συγκεκριμένα καταθέτει ότι την έβαλα να μείνει σε ένα σπίτι στ’ Αφάντου για ένα μήνα. Εάν ήθελα να την εκμεταλλευτώ γιατί να την έχω ένα μήνα σε ένα σπίτι μόνη της; Και γιατί δεν έφυγε τότε ούτε και ειδοποίησε την Ασφάλεια όπως έκανε με τόση ευκολία προ ημερών; Αναφέρει ότι όταν την πήγα δήθεν στην Κω, της εξήγησα ότι πρέπει να συνευρίσκεται ερωτικά με πελάτες. Και μάλιστα για να στηρίξει την σωματεμπορία βάσει των υποβολέων της, δηλώνει ότι την απείλησα δήθεν ότι θα την “πουλήσω” σε οίκο ανοχής. Γεγονός από μόνο του φαιδρό, αφού οι οίκοι ανοχής δεν αγοράζουν γυναίκες αλλά και δεν αποτελεί απειλή αφού όπως καταγγέλλει και σε μένα το ίδιο ακριβώς έκανε. Σε τι διέφερε ο οίκος ανοχής; Στην δε Κώ όπως καταθέτει έμεινε τρείς μήνες και εκδιδόταν παίρνοντας 50 ευρώ για κάθε πελάτη από τα 100 που έπαιρνε ο εργοδότης της. Τα υπόλοιπα χρήματα τα έπαιρνε ο ιδιοκτήτης του μπάρ. Τα δε χαρτιά της, όπως η ίδια καταθέτει τα είχε ο ιδιοκτήτης του μπάρ. Εγώ καμία σχέση δεν έχω με όλο αυτό το διάστημα. Γιατί δεν εξηγεί πού έμενε και γιατί δεν πήγε στην Αστυνομία στην Κώ τότε. Διότι εάν φοβάσαι να πάς δεν ξυπνάς ένα πρωί και ξαφνικά μπορείς να διαφύγεις όπως ισχυρίζεται και να πάς στην Αστυνομία να καταγγείλεις δήθεν σωματεμπορία. Σε όλα τα καταστήματα που εργάσθηκε τις αποφάσεις και τα χρήματα τα έπαιρναν οι ιδιοκτήτες, εάν βέβαια εκδιδόταν. Και εκεί που πλεόν διαψεύδεται και γίνεται εμφανής η αναλήθεια των ισχυρισμών της, είναι που διατείνεται ότι δεν την άφηνα να έχει κινητό και ότι ο άνθρωπός μου που την φύλαγε ήταν η φίλη της (…). Όμως αμέσως μετά ομολογεί ότι μαζί της είχε πολύ καλές σχέσεις και ότι αυτή ήξερε για το τηλέφωνο αλλά και τον αριθμό. Πως λοιπόν την φύλαγε – κατακρατούσε όταν και ήξερε ότι έχει τηλέφωνο αλλά και τον αριθμό αυτού. Και φυσικά δεν παραθέτει ούτε ένα γεγονός που να ενέχει βία ή απειλή από την φίλη της, ώστε να δικαιολογείται ο δήθεν φόβος της για μένα. Επίσης δεν προσκομίστηκε ούτε ένα μήνυμα που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς της περί δήθεν απειλών και τρομοκρατίας”.

Τον κατηγορούμενο εκπροσωπεί ο δικηγόρος κ Ακης Δημητριάδης.